Το κουδουνάκι


Περπατούσε (λέμε τώρα) αφηρημένος, όταν άκουσε ξαφνικά ένα κουδουνάκι που χτυπούσε σαν να ήθελε να τον ξυπνήσει από έναν ύπνο πολλών χιλιάδων χρόνων. 
Και περπατούσε έτσι ακούγοντας το κουδουνάκι, που προσπαθούσε να χωθεί σκάβοντας στα πιο βαθιά στρώματα της συνείδησής του. 
Το άκουγε χωρίς να ξέρει αν το ακούει. 
Μέχρι που, ξαφνικά, εκείνος ο απαλός διαπεραστικός και έμμονος ήχος φάνηκε ν’ αγγίζει κάποια ευαίσθητη ζώνη του μέσα νου του, κάποιους απ’ αυτούς τους τόπους όπου η επιδερμίδα είναι ιδιαίτερα λεπτή κι ευαίσθητη που δύσκολα θα την έλεγες κανονική. 

Ξύπνησε αλαφιασμένος, όπως μπροστά σ’ ένα ξαφνικό απρόσμενο κίνδυνο, σαν να είχε αγγίξει μέσα στο σκοτάδι με τα χέρια του την παγωμένη ράχη κάποιου ερπετού. 
Μπροστά του στεκόταν αινιγματική και σκληρή, παρατηρώντας τον μ’ όλο της το πρόσωπο, μα και το μεγάλο της σώμα, μια ψηλή γυναίκα που πουλούσε φτηνοπράγματα. 
Σταμάτησε τότε να χτυπά το κουδουνάκι της, λες και πριν το χτυπούσε μόνο για εκείνον, έτσι από πείσμα για να τον ξυπνήσει απ’ τον παράδοξο ύπνο του, για να του ψιθυρίσει ότι η προηγούμενη ύπαρξή του είχε πια χαθεί σαν μια ηλίθια πραγματικότητα. 

Στεκόταν ακόμη ακίνητη, με το αφηρημένο πρόσωπό της στραμμένο κατά πάνω του κι αυτός παραλυμένος σαν από μια εφιαλτική οπτασία, που του πάγωνε το αίμα. 
Έμειναν πολύ ώρα εκεί κοιτώντας ο ένας τον άλλο. 
Στιγμές παράνοιας που ανασαίνουν βαριά και δεν ανήκουν στον χρόνο αλλά στην αιωνιότητα. 
Και μετά, όταν η συνείδησή του γκρεμίστηκε πάλι στο χείμαρρο του χρόνου, έφυγε τρέχοντας.

Ήξερε πια πως βρισκόταν πολύ κοντά στο τελευταίο στάδιο. 
Ξαφνικά κατάλαβε πως έπρεπε ν’ αρχίσει χωρίς αναβολή την εξερεύνηση εκείνου του καταχθόνιου σύμπαντος όπου βασιλεύουν τα σκοτάδια. 

Μήνες μετά βγήκε πάλι στο φως. 
Είχε ξορκίσει εκείνη την αβουλία που δεν ήταν τίποτα άλλο από μια ψεύτικη μορφή φόβου για το άγνωστο. 

Πέρασαν χρόνια ώσπου να κατεβούν τα τείχη της εξωτερικής του άμυνας. 
Μια δύναμη μεγάλη, σαν αυτή που σε σπρώχνει να βουτήξεις μέσα στους πιο τρομερούς σου εφιάλτες, άρχισε να γλιστράει μέσα σε απαγορευμένες περιοχές, όπου βασιλιάς ήταν πρώτα μια ομιχλώδης σκιά και μετά το μεταφυσικό σκοτάδι, ανιχνεύοντας εδώ κι εκεί, σαν αόρατο φάντασμα στην αρχή, κι ύστερα λίγο πιο διακριτό μα ακόμη φάντασμα, τον μεγάλο κόσμο των τρομερών κι απαίσιων πλασμάτων….

Την επόμενη μέρα το πρωί έπιασε πάγος.

Μετά άρχισε η βροχή…


Γιώργος Χρηστάκης
SHARE

Γιώργος Χρηστάκης

Welcome.

  • Image
  • Image
  • Image
  • Image
  • Image
    Blogger Comment

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου