Η γυναίκα στον Καζαντζάκη



 Μπορεί να προσφέρει απογόνους, γάλα, τροφή, εστία, υποτέλεια, όχι όμως την ανθρώπινη παρουσία του συντρόφου, με μια πολύπλευρη πληρότητα στο ρόλο της. Αναρωτιέται γι’ αυτή «αν είναι ή δεν είναι άνθρωπος»
«Είδες τι παμπόνηρο πλάσμα σου είναι η γυναίκα, αφεντικό; Και το Θεό κατάφερε να τον τυλίξει!»
«Εγώ σαν κατάλαβα πως ήμουν άντρας αληθινός, ούτε γύριζα να τις δω. Κι αν γύριζα, τις άγγιζα μια στιγμή, έτσι, πηδηχτά, σαν κόκορας, κι έφευγα. Τα βρωμοκούναβα έλεγα, οι βρωμοπαπαδιές, θένε να μου ρουφήξουν τη δύναμη, φτου να χαθούν!»
Σε αντίθεση με την εικόνα αυτή, ο φόβος του σταματά την αναπνοή : «Θεριό είναι ετούτο, συλλογίστηκα, θεριό, και το ξέρει. Τι αδύναμα εφήμερα πλάσματα, σερσέμηδες, ζευζέκηδες, χωρίς αντοχή, μπροστά τους οι άντρες! Όπως μερικά έντομα –το αλογάκι της Παναγίας, η ακρίδα, η αράχνη- ταϊσμένη και τούτη κι αχόρταγη κατά τα ξημερώματα, θα τρώει τους άντρες …» Και ακολουθεί το όνειρο με την αραπίνα-γίγαντα «Το μπόι του άντρα είναι όσο το δαχτυλάκι του ποδιού της, στη φτέρνα της υπάρχει μια τεράστια σπηλιά και μια προσταγή ακούγεται : Έμπα!».
Η σχέση είναι άρρηκτη, η γυναίκα είναι συνεχώς παρούσα στο έργο του. Επιθυμητή αλλά και απαγορευμένη, επικίνδυνη αλλά και αναγκαία. Και η οδύνη είναι ένα βασικό μέσο για διατηρεί τη σχέση μαζί της.
Ο αισθησιασμός του στρέφεται σε μέρη του ανθρώπινου σώματος, σε μερικές από τις λειτουργίες της γυναίκας. Εξυπηρετείται από τη γυναίκα και καλύπτει βασικές του μόνον ανάγκες. Θα πιάσει από τη ρόγα  τη βουλγάρα για να τον κρύψει και να τον γλιτώσει από τους κομιτατζήδες, θα χαϊδέψει την Ορτάνς, αυτό το υπόλοιπο γυναίκας, για να του προσφέρει τη μυρωδιά του ανθόνερου, το καλό φαγητό, το μαγκάλι για να ζεσταθεί.
Το λιβιδινικό αντικείμενο υφίσταται πλήρη σχάση, διαχωρίζεται μονίμως σε καλό και κακό. Δύο μορφές : άγιο, εξαϋλωμένο και αποσεξουαλικοποιημένο, ή χυδαίο, επιθυμητό και επικίνδυνο.
Συχνά στον Καζαντζάκη η γυναίκα αντικαθίσταται με τη γη· εκείνη και η γη γίνονται έννοιες ταυτόσημες, χωρίς διάκριση μεταξύ τους. «Ανατριχιάζει· είναι ένα ζώο που τρώει, γεννάει, σαλεύει, θυμάται. Πεινάει, τρώει τα παιδιά της –φυτά, ζώα, ανθρώπους, ιδέες– τ’ αλέθει στα σκοτεινά σαγόνια της, τα ξαναπερνάει από το κορμί της και τα ξαναχύνει στο χώμα» (Ασκητική, σελ. 47).
Μερικές φορές το σωστό μείγμα ερωτισμού, γαλήνης και πάθους, που ο Καζαντζάκης δεν μπόρεσε να το προσφέρει στους ήρωές του στη σχέση τους με μια γυναίκα, το ζει στη σχέση του ή στη σχέση τους με τη Μητέρα-Γη : «… κρατώ το χώμα ετούτο της Κρήτης και το σφίγγω με άφραστη γλύκα, τρυφεράδα κι ευγνωμοσύνη, σα να σφίγγω μέσα στη φούχτα μου και ν’ αποχαιρετώ το στήθος γυναίκας αγαπημένης» (Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 18). Και λίγο πιο κάτω, σε μια πλήρη ταύτιση γυναίκας και γης, ταύτιση των λιβιδινικών ενστίκτων με τα ένστικτα θανάτου : «Σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό, έπεσε απάνω στα χείλια μου μια χλιαρή ψιχάλα, η γης μύρισε• γλυκιά φωνή, μαυλιστικιά, ανεβαίνει από τα χώματα : “Έλα … έλα … έλα …”» (σελ.19).


SHARE

Γιώργος Χρηστάκης

Welcome.

  • Image
  • Image
  • Image
  • Image
  • Image
    Blogger Comment

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου